- δύσιππος
- δύσιπποςhard to ride inmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύσιππος — δύσιππος, ον (Α) (για χώρο) ο ακατάλληλος για ιππασία … Dictionary of Greek
δύσιππον — δύσιππος hard to ride in masc/fem acc sg δύσιππος hard to ride in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσίππου — δύσιππος hard to ride in masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσιππα — δύσιππος hard to ride in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσιπποι — δύσιππος hard to ride in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek